ψυχοσωτήριος

ψυχοσωτήριος
-α, -ο
ο σωτήριος για την ψυχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοσωτήριος — α, ο / ψυχοσωτήριος, ον, ΝΜ αυτός που σώζει τις ψυχές από τις αμαρτίες και την μεταθανάτια τιμωρία («ψυχοσωτήριον πίστιν», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σωτήριος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που ωφελεί την ψυχή, ο ψυχοσωτήριος: Διαβάζει ψυχωφελή βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”